Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φθάνω στο

  • 1 τέλος

    το 1.
    1) конец, окончание; финал;

    τέλος του μηνός (τού έτους) — конец месяца (года);

    στο τέλος της ημέρας — к исходу дня;

    φθάνω [στο τέλος — быть на исходе;

    2) сбор; пошлин; плата (установленная государством);

    τέλη χαρτοσήμου — гербовый сбор;

    ταχυδρομικά τέλη — почтовый сбор;

    εκπαιδευτικά τέλη — плата за обучение;

    § απ' αρχής μέχρι τέλους — с начала до конца;

    επί τέλους — наконец;

    εν τέλει — в конечном счёте; — в конце концов;

    τέλος πάντων — а) наконец, в конце концов; — б) ладно, не будем;

    2. επίρρ. наконец, в конце концов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τέλος

  • 2 τέρμα

    τό
    1) конец (тж. перен.); предел; финал;

    τέρμα οδού — конец улицы;

    τό τέρμα των προσπαθειών — предел стараний;

    θέτω ( — или βάζω) τέρμα σε κάτι — положить конец чему-л.;

    2) конечная станция, остановка;
    3) спорт, финиш;

    φθάνω στο τέρμα — приходить к финишу;

    4) спорт, ворота;
    5) спорт, гол;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τέρμα

  • 3 άκρο

    [ν] τό
    1) край; конец;

    από το ένα άκρο στο άλλο — из края в край, из конца в конец;

    απ· άκρου εις άκρον везде;
    2) крайняя степень; крайность, чрезмерность;

    τό άκρο άωτον — наивысшая точка, степень, предел;

    τό άκρο άωτον της κακοηθείας — крайняя нечестность;

    είμαι εις άκρο ευτυχής — я предельно счастлив;

    φθάνω εις τα άκρα вдаться в крайности;
    άνθρωπος των άκρων человек крайностей; 3) конечность;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άκρο

См. также в других словарях:

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταίρω — Α φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • μεσουρανώ — (ΑM μεσουρανῶ, έω) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο τού ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείο («οἷον ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • επικαταλαμβάνω — ἐπικαταλαμβάνω (AM) ακολουθώντας κάτι τό καταλαμβάνω, τό προφθάνω αρχ. 1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῡσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.) 2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω 3. γραμμ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»